δειγματοληψία

δειγματοληψία
η [δειγματολήπτης]
1. η λήψη δειγμάτων ενός εμπορεύματος για δοκιμή ή καθορισμό τής ποιότητάς ή τής τιμής του
2. η επιλογή χαρακτηριστικών δειγμάτων ή παραδειγμάτων που καθιστά δυνατή την κρίση για το σύνολο
3. ναυτ. η λήψη δείγματος θαλάσσιου βυθού με τον δειγματολήπτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δειγματοληψία — η το να πάρει κανείς δείγματα από κάποιο προϊόν, για να το δοκιμάσει ή να το ελέγξει και, ίσως, να προσδιορίσει την τιμή του: Έγινε δειγματοληψία όλων των καινούριων προϊόντων του σούπερ μάρκετ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • σοντάρισμα — το, Ν [σοντάρω] 1. μέτρηση τού βάθους θάλασσας, λίμνης ή ποταμού με τη σόντα 2. δειγματοληψία τού θαλάσσιου βυθού 3. δειγματοληψία που γίνεται στο βάθος σάκου ενός προϊόντος με τη σόντα 4. καθετηριασμός …   Dictionary of Greek

  • σοντάρω — Ν 1. καθετηριάζω 2. βυθομετρώ με τη σόντα 3. κάνω δειγματοληψία από τον βυθό τής θάλασσας 4. ενεργώ δειγματοληψία από σακί με προϊόντα, ιδίως σιτηρά 5. μτφ. διερευνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sondare «βυθομετρώ»] …   Dictionary of Greek

  • δειγματισμός — ο (AM δειγματισμός) [δειγματίζω] η δειγματοληψία αρχ. 1. δείγμα 2. διασυρμός, διαπόμπευση για παραδειγματισμό …   Dictionary of Greek

  • δειγματοληπτικός — ή, ό [δειγματολήπτης] Ι. αυτός που έγινε για δειγματοληψία («δειγματοληπτικός έλεγχος») ||. επίρρ. δειγματοληπτικά και δειγματοληπτικώς με τρόπο δειγματοληπτικό …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… …   Dictionary of Greek

  • οινογεύστης — ο (Α οἰνογεύστης) νεοελλ. ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία αρχ. άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα τού κρασιού, δοκιμαστής κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”